- πόρτις
- και πόρις, -ιος, ἡ, μτγντ. πληθ. πόρτιας, και σπαν. αρσ., Α1. νεαρή αγελάδα, θηλυκό μοσχαράκι («πολλαὶ δ' αὖ δαμάλαι καὶ πόρτιες ὡδύραντο», Θεόκρ.)2. νεαρό ζώο («πόρτις κεραή», Ορφ.)3. νεαρή κόρη, κοπέλα («καὶ τήν ἄνυμφον πόρτιν ἁρπάσας λύκος», Λυκόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν δεχθεί κανείς τη σύνδεση τής λ. πόρτις / πόρις με το αρμ. ortc «μοσχαράκι» (και πιθ. και με το αρχ. ινδ. pr-thu-ka «μικρό, παιδί, μικρό ζώου»), οδηγείται στο συμπέρσμα ότι το -τ- τού τ. πόρτις και τών παραγώγων του είναι εκφραστικό και δεν ανήκει στο επίθημα τής λ., η οποία εμφανίζει, επομένως, κατάλ. -ις (πρβλ. κόρ-ις, τρόπ-ις). Η λ. συνδέεται πιθ. και με τους τ: μέσο άνω γερμ. verse, γερμ. Farse «δάμαλις» (< *por-s-ī), αρχ. άνω γερμ. far, αγγλοσαξ. fearr «νεαρός ταύρος» (< *por-s-o). Η σύνδεση τής λ. με το λατ. pario «γεννώ (< ΙΕ ρίζα *per- «γεννώ») δεν θεωρείται πιθανή. Η λ., τέλος, απαντά και στη Μυκηναϊκή σε έναν τ. οργανικής πτώσης potipi = πόρτιφι].
Dictionary of Greek. 2013.